- ρεζιοναλισμός
- ο, Ν(κοινων.)1. μελέτη τών κοινωνικών φαινομένων μιας συγκεκριμένης περιοχής, η οποία λαμβάνει υπ' όψιν τόσο το φυσικό περιβάλλον όσο και την πολιτιστική της ανάπτυξη2. (κατ' επέκτ.) πολιτιστικό κίνημα που έχει ως στόχο την προστασία τής πολιτιστικής ιδιορρυθμίας μιας συγκεκριμένης περιοχής ή το πολιτικό κίνημα που επιδιώκει την προώθηση θεσμών αυτονομίας σε αυτήν.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. regionalisme < λατ. regionalis (< λατ. regio, -ōnis «χώρα, επαρχία») + κατάλ. -isme (βλ. λ. -ισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.